- εξηγήσιμος
- -η, -οο άξιος να εξηγηθεί, που μπορεί κανείς να τον ερμηνεύσει, ερμηνευτός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξηγήσιμος — η, ο [εξήγησις] αυτός που μπορεί ή αξίζει να εξηγηθεί … Dictionary of Greek